- ὀμφαλίου
- ὀμφάλιονneut gen sgὀμφάλιοςhaving a bossmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
ακρόμφαλο — το (Α ἀκρόμφαλον) νεοελλ. το άκρο τού ομφάλιου λώρου, που συνδέεται με το έμβρυο αρχ. το μέσον τού ομφαλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀμφαλός] … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… … Dictionary of Greek
ομφαλίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού ομφαλού τού βρέφους που όταν εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου οφείλεται σε έλλειψη ασηψίας κατά την περιποίηση τής ουλής, ενώ, όταν εμφανίζεται σε ώριμο άτομο, είναι συνέπεια πλημμελούς… … Dictionary of Greek
ομφαλιστήρ — ὀμφαλιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) εργαλείο για την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου τών βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ομφαλοπρόπτωση — η ιατρ. πρόπτωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + πρόπτωση] … Dictionary of Greek
ομφαλορραγία — η ιατρ. αιμορραγία τού ομφαλού νεογνού, που προέρχεται συνήθως από ατελή απολίνωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία] … Dictionary of Greek
ομφαλοτομία — η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) [ομφαλοτόμος] η μετά τον τοκετό αποκοπή τού ομφάλιου λώρου νεοελλ. ιατρ. η διατομή τού ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων … Dictionary of Greek